ψυχρόσαρκος

ψυχρόσαρκος
ψυχρό-σαρκος, ον,
A with cold flesh, Hp.Epid.6.4.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχρόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει κρύα σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. τρυφερό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροσάρκους — ψυχρόσαρκος with cold flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρόσαρκοι — ψυχρόσαρκος with cold flesh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”